κυκλωπικός

κυκλωπικός
-ή, -ό [Κύκλωψ]
1. αυτός που αναφέρεται ή έχει σχέση με τους Κύκλωπες
2. αυτός που μοιάζει με τον τρόπο ζωής, την τέχνη ή τα ήθη τών Κυκλώπων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”